- ὑμναγωγός
- ὑμν-ᾰγωγός, ὁ,A leader of a hymn, Kourouniotes
Ἐλευσινιακά 1.225
(i B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Ἐλευσινιακά 1.225
(i B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υμναγωγός — ὁ, Α ηγέτης τού ύμνου, επικεφαλής χορού που έψαλλε ύμνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕμνος + ἀγωγός (< ἄγω), πρβλ. δημ αγωγός] … Dictionary of Greek